Η αρμιά
Αν σου ζητήσουν να αφηγηθείς μια
Χριστουγεννιάτικη ιστορία, σου έρχονται στο μυαλό ένα σωρό μπέντια που
κυκλοφορούσαν εν αφθονία γύρω σου στην παιδική σου ηλικία.
Κι ακόμα
περισσότερα, αν είχες ένα μπαμπά απ’ αυτούς τους χαρισματικούς ανθρώπους που
μάζευαν τις παρέες και τα σόγια γύρω τους, κι αυτοί τους έβαζαν να λεν τις
ίδιες ιστορίες ξανά και ξανά.
«Πε του αυτό μι ‘ν πιθιρά σ!» ή «Πε ικείνου μι
του Ραμπατό, δεν του ξέρει ου Κώτσιους!»
Αν είχες μπαμπά έναν λαμπερό αφηγητή,
που έπαιρνε ένα ασήμαντο περιστατικό, το έστηνε σκηνοθετικά, το στόλιζε με
ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, πρόσθετε ένα σωρό σάλτσες και το σερβίριζε
πικάντικο και λαχταριστό.
Εκατό φορές!
Με τα ίδια λόγια!
Με τους ανθρώπους γύρω του να το ακούν
όπως τα παιδιά τα παραμύθια, και να ξεσπούν σε γέλια στο τέλος, σαν να το
άκουγαν για πρώτη φορά.
Σ’ αυτόν το άνθρωπο που μας κληροδότησε
το χιούμορ του και ένωνε ανθρώπους όλων των ηλικιών γύρω από γιορτινά χαρούμενα
τραπέζια, ας πάει για λίγο η σκέψη μας αυτές τις δύσκολες μέρες που ζούμε.
Για να γλυκάνει κάπως η ψυχή μας.
Εν αναμονή του τρίτου
δισέγγονου...
Πάρτε ένα μπέντι Χριστουγιννιάτκου – πιο
Χριστουγιννιάτκου δε γένιτι, αφού μιλάει για την περιπέτεια που πέρασε ένα
γκαρμπουλάχανο κατά τη μεταφορά του σε μπακράτσι με τ’ αστικό!
Πρωταγωνίστριες η Χιονία κι η Τιτίκου.
Παραμονές Φώτων κι η μάνα μας χρειάζονταν επειγόντως αρμιά (η θκιά της είχε
τελειώσει μι ν ώρα τς – τίς είδε πώς). Έπρεπε βλέπετε να φκιάσει φρέσκα
γιαπράκια για τ’ Αγιαννιού, τη μεγάλη γιορτή του σπιτιού, μιας και γιόρταζε ο
αρχηγός της οικογένειας και θα ΄ρχονταν η παρέα το βράδυ. Έπριπιν να τς βγάλ΄
πιάτου...
Λέει λοιπόν στ΄ Χιονία και στην Τιτίκου
βεβαίως - την είχαμε σχεδόν παραπαίδι γιατί η μάνα τς δούλιβιν.
-Σήκουτι ψίχα να πααίντι στ΄ θεια σας τ΄ Σουφία να σας δώσ΄ ένα λάχανου, σφιχτό να ΄νι! Έφτσα!
Χίρσιν να ξιρουστρίβιτι η αδιρφή μ.
-Μμμ!!! Όλις τς δλειές ιγώ τς φκιάνου, γιατί
δε λες του Λάζουουου»
-Ποιο Λάζου, μαρ γουμάρα, πααίν΄ τα
κουστούμια στς πιλάτδις του πιδί! (χρουνιάρις μέρις ήταν, κι ου Λάζους έφκιανιν
delivery τα κουστούμια μι του πουδήλατου).
Τέλος
πάντων συνθηκολογεί η Χιονία με έναν όρο!
-Ναι αλλά στου γυρσμό θα ρθούμι μι τ’
αστικό.
-Αστικό-αστικό! Ξίκ΄ να γέν΄!
-Φέρι μια δραχμή
Ήταν γύρω στο ΄65 - ΄66 και είχαν εμφανιστεί τα πρώτα αστικά που ο
κόσμος τα έπαιρνε κυρίως για καβαλίκα. Σιγά το μέγεθος που είχε η πόλη, για να τ΄
χράζιτι κι αστική συγκοινωνία... Στη συγκεκριμένη περίπτωση δε, αν έκοβε η
αποστολή απ’ το στενό του Παπαϊωάννου θα έφκιανε 10 λεπτά, ενώ για τη μισή φούρλα με τ΄αστικό
ήθελε πάνω από μια ώρα.
Ε! Παίρν του μπακράτσ΄ οι δυο οι
μόλτσις, 8 η μια 6 η άλλη, κι ζντράγκανα – ζντρούγκανα κινούν από τον Αυλιώτη
για περιοχή νυν Λαογραφικού μουσείου.
Τς βάν΄ η θεια μ η Σουφία ν αρμιά, «του
νού σας μην του σνάζτι πουλύ κι του γκριμίστι – θα σι λιανίσ΄ η μάνα σ!» και
πχιαλούν κια οι δυο να πάρν τ’ αστικό.
Ανιβαίν, πλιαρών΄ η Χιονία το εισιτήριου (η Τιτίκου κυκλοφορούσε στο free γιατί
ήταν μκρη – για τον ίδιο λόγο έκανε και γερή καριέρα ως μπλούμ εκείνα τα
χρόνια... Άσχετο πλην γεγονός). Προσπάθησαν είναι αλήθεια να βρουν θέση μπροστά
για να θαυμάσουν τα αξιοθέατα, αλλά ήταν
φουλ το λεωφορείο κι αναγκάστηκαν να κάτσουν στη γαλαρία. Ο εισπράκτορας είδε
το μπακράτσι, τον ήρθε και λίγη μυρουδιά στη μύτη, κατάλαβε τι κουβαλούσαν,
αλλά τι να φκιάσει! Όσο και να πεις, μκρές-ξιμκρές,
πιλάτσις ήταν!
Ξεκινάει το αστικό, γκρ, γκρ, γκρ, γκρ,
γκρ, γκρ, όλα καλά και εορταστικά. Κάπου εκεί όμως στο φούρνο του Κορκά άρχισε
να ανακατώνεται η αρμιά και να αναδίδει τα αρώματά της. Κάτ΄ αξιουματικίνις που
πήγιναν στον ξενώνα, χίρσαν να ξεροστρίβονται και να τηρούν αλλόυρα. Ύστερα από
λίγο άρχισαν να βουλώνουν τις μύτες, να κοιτιούνται πανικόβλητες και να μην
ξέρουν από πού να φύγουν. Μόλις σταματάει του λιφουρείου έξω από το σημερινό
Γαλαξία, «Γαλατάδικοοο» σκοτώθκαν να κατεβούν για να σωθούν – μια στάση πριν
τον ξενώνα!
Αλλά και οι άλλοι οι επιβάτες δεν
πήγαιναν πίσω! Είχαν αρχίσει να κοιτούν ο ένας τον άλλον γεμάτοι υποψίες και
αγανάκτηση – ποιο γομάρι κάμει τέτοια πράματα μέσα στ’ Αστικό, Εν Ιορδάνη σήμιρα! Μερικοί κατέβηκαν
στην επόμενη στάση, οι πιο γενναίοι άντεξαν μέχρι το Συνοικισμό, αλλά για να
μην τα πολυλογούμε ως τη στάση Καρανταϊρη δεν είχε απομείνει ψυχή!
Έ, φτάν΄ μι του καλό τ’ αστικό στην
αφετηρία – μπροστά από τον σημερινό Ανθιμόπουλο (τότε Τσιώρας), όπου κι έφκιανιν
στάση ένα τέταρτο. Σβήνει ο οδηγός τη μηχανή, σηκώνεται ορθός και χιρνάει να κοιτάει
κάτω απ’ τα καθίσματα, να εντοπίσει από πού στα σκατά έρχονταν αυτή η μυρουδιά.
Χιονία και Τιτίκου στ΄ γαλαρία,
καμάρωναν!
Ε δεν άντιξιν άλλου ου εισπράκτουρας.
-Δεν μι λέτι! Πού παέντι ισείς;
-Στάση Αυλιώτη, λέει η αρχηγός της
αποστολής.
-Στάση Αυλιώτη;
Φρίθκιν ου εισπράκτουρας. Απαρατάει τα
εισιτήρια κι σκώνιτι ουρθός:
- Άιντι κατέβατι αγλήγουρα να πααίντι
μι τα πουδάρια, γιατί θα ιγκαταλήψουμι του σκάφους κι γω κι ου ουδηγός, κι όχ΄στουν
Αυλιώτ΄, ούτι στουν Κρίνου δεν θα φτάστι!
απο Ματίνα Μ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου